θεοπνευστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεοπνευστία < θεόπνευστος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεοπνευστία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θεόπνευστος
- → δείτε τις λέξεις θεός και πνέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεοπνευστία