θεοπροπέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοπροπέω < θεοπρόπος

Ρήμα[επεξεργασία]

θεοπροπέω

  • μαντεύω κατά θεό, ή θεούς, προφητεύω