θεοσεβής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεοσεβής | η | θεοσεβής | το | θεοσεβές |
| γενική | του | θεοσεβούς* | της | θεοσεβούς | του | θεοσεβούς |
| αιτιατική | τον | θεοσεβή | τη | θεοσεβή | το | θεοσεβές |
| κλητική | θεοσεβή(ς) | θεοσεβής | θεοσεβές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεοσεβείς | οι | θεοσεβείς | τα | θεοσεβή |
| γενική | των | θεοσεβών | των | θεοσεβών | των | θεοσεβών |
| αιτιατική | τους | θεοσεβείς | τις | θεοσεβείς | τα | θεοσεβή |
| κλητική | θεοσεβείς | θεοσεβείς | θεοσεβή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεοσεβής < αρχαία ελληνική θεοσεβής
Επίθετο
[επεξεργασία]θεοσεβής, -ής, -ές
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]θεοσεβής, -ής, -ές
Πηγές
[επεξεργασία]- θεοσεβής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεοσεβής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.