θεοσεβής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοσεβής < αρχαία ελληνική θεοσεβής

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοσεβής, -ής, -ές

  1. που δείχνει σεβασμό προς το θεό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοσεβής < θεός + σέβω

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοσεβής, -ής, -ές

  1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς
  2. ο ευσεβής, ο θρήσκος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]