θεοσκεπής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοσκεπής η θεοσκεπής το θεοσκεπές
      γενική του θεοσκεπούς* της θεοσκεπούς του θεοσκεπούς
    αιτιατική τον θεοσκεπή τη θεοσκεπή το θεοσκεπές
     κλητική θεοσκεπή(ς) θεοσκεπής θεοσκεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοσκεπείς οι θεοσκεπείς τα θεοσκεπή
      γενική των θεοσκεπών των θεοσκεπών των θεοσκεπών
    αιτιατική τους θεοσκεπείς τις θεοσκεπείς τα θεοσκεπή
     κλητική θεοσκεπείς θεοσκεπείς θεοσκεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοσκεπής < Θεός + -σκεπής (< αρχαία ελληνική σκέπω)

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοσκεπής, -ής, -ές

  • που έχει ως προστάτη του τον Θεό, που τον προσταεύει ο Θεός, που ίσως δεν έχει άλλη προστασία ή καταφύγιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]