θεοφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοφαγία οι θεοφαγίες
      γενική της θεοφαγίας των θεοφαγιών
    αιτιατική τη θεοφαγία τις θεοφαγίες
     κλητική θεοφαγία θεοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοφαγία < θε(ός) + -ο- + -φαγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

  • το φάγωμα των θεών, τελετουργική / συμβολική πράξη
    ※  Θεοφαγία ονομάζει ο θεωρητικός του θεάτρου Jan Kott το φάγωμα των θεών -τις τελετουργικές εκείνες πράξεις που περιγράφονται στους μύθους ή στις τραγωδίες όπου οι άνθρωποι γίνονται βορρά των θεών, αλλά και οι ίδιοι οι θεοί μετατρέπονται σε θηράματα θεών και ανθρώπων. ([1])
    ※  Η ψυχανάλυση του Φρόυντ μοιάζει περισσότερο με ανθρωποφαγία, ενώ του Γιούνγκ με θεοφαγία ([2])
    ※  διαγράφουν ένα στεγνό υπαρξιακό τοπίο, το οποίο εξισώνεται μεταφορικά με το θάνατο των θεών, αντλώντας από τη γλώσσα της θεοφαγίας τις λέξεις και τις εικόνες της μεγάλης ύβρεως (Γενιά του '70, Δημήτρης Αλεξίου 2001, σελ. 466)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]