θεοφραδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοφραδής < θεός + φράζω

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοφραδής, -ος, -ον

  1. αυτός που μιλάει εκ μέρους θεού, ή θεών
  2. ο μάντης, ο προφήτης