θεριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεριστικός < ελληνιστική κοινή θεριστικός < αρχαία ελληνική θεριστής < θερίζω < θέρος < πρωτοελληνική *tʰéros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰéros (ζέστη, ζεστός καιρός) < *gʷʰer- (ζεστός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θε.ɾi.sti.ˈkɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
θεριστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον θερισμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή είναι κατάλληλος γι’ αυτόν
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- θεριστική βολή / θεριστικό πυρ: (στρατιωτικός όρος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεριστικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «καλός»
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)