θερμάστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/0/04/Space_heater.jpg/220px-Space_heater.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θερμάστρα < (ελληνιστική κοινή) θερμάστρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θερμάστρα θηλυκό
- η συσκευή που ακτινοβολεί θερμότητα και χρησιμοποιείται στη θέρμανση ενός χώρου
- (ιδιωματικό) η λεκάνη εξάτμισης όπου με την ηλιακή ακτινοβολία συμπυκνώνεται το αλάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη θερμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Ετυμολογία
[επεξεργασία]θερμάστρα < θερμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θερμάστρα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα χωρίς προσωδία σε δίχρονο φωνήεν (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)