θερμάστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμάστρα < (ελληνιστική κοινή) θερμάστρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμάστρα θηλυκό
- η συσκευή που ακτινοβολεί θερμότητα και χρησιμοποιείται στη θέρμανση ενός χώρου
- (ιδιωματικό) η λεκάνη εξάτμισης όπου με την ηλιακή ακτινοβολία συμπυκνώνεται το αλάτι
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θερμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Ετυμολογία [επεξεργασία]
θερμάστρα < θερμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμάστρα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα χωρίς προσωδία σε δίχρονο φωνήεν (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)