θερμή βυσμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμή βυσμάτωση < → δείτε τις λέξεις θερμή και βυσμάτωση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hot plug
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
θερμή βυσμάτωση
- (πληροφορική, ηλεκτρονική) η σύνδεση (όχι αποσύνδεση, βλ. θερμή εναλλαγή) συσκευής/εξαρτήματος σε υπολογιστή ενώ βρίσκεται σε λειτουργία
- ※ Το συγκεκριμένο τηλέφωνο υποστηρίζει θερμή βυσμάτωση. [1]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ Εγχειρίδιο χρήστη Smart 4 max, σελ.3. Πρόσβαση 2021-06-05.