θερμαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θερμαστής < θερμαίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θερμαστής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο υπεύθυνος για τη σωστή λειτουργία του ατμολέβητα σε ατμομηχανή (ατμόπλοιο, τραίνο κ.λπ.)
- "Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τσιμπουτί..." (Νίκος Καββαδίας)