θερμογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermographe < αρχαία ελληνική θερμός + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμογράφος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θερμογραφία
- θερμογραφικός
- → δείτε τις λέξεις θερμός και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμογράφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)