θερμοδιακοπή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θερμοδιακοπή < θερμο- + διακοπή (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermal break[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θερμοδιακοπή θηλυκό
- (τεχνολογία) θερμικό φράγμα ενσωματωμένο σε αγώγιμες κατασκευές, όπως τα μεταλλικά κουφώματα, που διακόπτει τη μετάδοση της θερμότητας, βελτιώνοντας την ενεργειακή τους απόδοση
- ※ Η ύπαρξη θερμοδιακοπής στα συρόμενα συστήματα τόσο στην κάσα, όσο και στα φύλλα βελτιώνει τη θερμομονωτική ικανότητά τους, που όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει τις θερμομονωτικές επιδόσεις ενός ανοιγόμενου συστήματος. (Συστήματα κουφωμάτων αλουμινίου με θερμοδιακοπή, ΚΤΙΡΙΟ, ανακτήθηκε στις 12/4/2025 )
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θερμοδιακοπή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ θερμοδιακοπή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θερμο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)