Μετάβαση στο περιεχόμενο

θερμοδιακοπή

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοδιακοπή οι θερμοδιακοπές
      γενική της θερμοδιακοπής των θερμοδιακοπών
    αιτιατική τη θερμοδιακοπή τις θερμοδιακοπές
     κλητική θερμοδιακοπή θερμοδιακοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θερμοδιακοπή < θερμο- + διακοπή (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermal break[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θερμοδιακοπή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. θερμοδιακοπή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)