θερμοδιαχυτότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοδιαχυτότητα < θερμο- + διαχυτότητα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thermodiffusivity
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοδιαχυτότητα θηλυκό
- (φυσική) η θερµοαγωγιµότητα μίας ουσίας, διαιρεμένη από το γινόμενο της πυκνότητάς της και της θερμοχωρητικότητάς της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοδιαχυτότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θερμο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)