θερμοκαυτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοκαυτήρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermocautère < αρχαία ελληνική θερμός + καυτήρ < καίω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοκαυτήρας αρσενικό
- (ιατρική) ειδικό εργαλείο με το οποίο κάνουν θερμοκαυτηριάσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοκαυτήρας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)