θερμοκύλινδρος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | θερμοκύλινδρος | θερμοκύλινδροι |
γενική | θερμοκυλίνδρου | θερμοκυλίνδρων |
αιτιατική | θερμοκύλινδρο | θερμοκυλίνδρους |
κλητική | θερμοκύλινδρε | θερμοκύλινδροι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοκύλινδρος αρσενικό
- το μπουκλωτικό μαλλιών, το κατσαρωτικό