θερμομονωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμομονωτικός < θερμομόνω(σις > ση) + -τικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε θερμο- + μονωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
θερμομονωτικός, -ή, -ό
- (φυσική, μηχανολογία)που εμποδίζει τη μετάδοση θερμότητας
- που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί η θερμομόνωση
- ↪ θερμομονωτικά υλικά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμομονωτικός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ θερμομονωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας