θερμοπληξία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοπληξία οι θερμοπληξίες
      γενική της θερμοπληξίας των θερμοπληξιών
    αιτιατική τη θερμοπληξία τις θερμοπληξίες
     κλητική θερμοπληξία θερμοπληξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμοπληξία < θερμο- + πληξ- (< πλήττω) + -ία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heatstroke

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμοπληξία θηλυκό

  • (ιατρική) η παθολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ένας οργανισμός λόγω παρατεταμένης έκθεσης σε ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]