θερμοσυσσώρευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμοσυσσώρευση | οι | θερμοσυσσωρεύσεις |
γενική | της | θερμοσυσσώρευσης | των | θερμοσυσσωρεύσεων |
αιτιατική | τη | θερμοσυσσώρευση | τις | θερμοσυσσωρεύσεις |
κλητική | θερμοσυσσώρευση | θερμοσυσσωρεύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοσυσσώρευση < θερμο- + συσσώρευση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοσυσσώρευση θηλυκό
- η αποθήκευση θερμότητας σε / με θερμοσυσσωρευτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θερμοσυσσωρευτής
- → δείτε τις λέξεις θερμός, σωρεύω και σωρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοσυσσώρευση
|