θερμοφιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοφιλία < θερμόφιλος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοφιλία θηλυκό
- η ιδιότητα ή η κατάσταση του θερμόφιλου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοφιλία