θερμοφωσφορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοφωσφορισμός < θερμο- + φωσφορισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thermophosphorescence)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοφωσφορισμός αρσενικό
- ο φωσφορισμός που παρατηρείται μετά από θερμική διέγερση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοφωσφορισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θερμο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)