θερμο-
Εμφάνιση
(Ανακατεύθυνση από θερμ-)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θερμο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θερμο- < θερμό(ς)
- για σύγχρονους όρους, επιστημονικούς < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία thermo-
Πρόθημα
[επεξεργασία]θερμο-, θερμό- (ή θερμ- πριν από φωνήεν)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- θερμο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θερμο- < θερμό(ς) ή (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θερμο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]θερμο-, θερμό- (ή θερμ- πριν από φωνήεν)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- θερμο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα θερμο- στο Βικιλεξικό
- θερμό- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα θερμό- στο Βικιλεξικό
- θερμ- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα θερμ- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θερμο- < θερμό(ς)
Πρόθημα
[επεξεργασία]θερμο-, θερμό- (ή θερμ- πριν από φωνήεν)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- θερμο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα θερμο- στο Βικιλεξικό
- θερμό- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα θερμό- στο Βικιλεξικό
- θερμ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα θερμ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις θερμο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Προθήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Προθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)