θεσμοθετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεσμοθετώ < (ελληνιστική κοινή) θεσμοθετέω, -ῶ < θεσμοθέτης < θεσμός + τίθημι
Ρήμα[επεξεργασία]
θεσμοθετώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεσμοθετώ
|