θεσούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεσούλα οι θεσούλες
      γενική της θεσούλας
    αιτιατική τη θεσούλα τις θεσούλες
     κλητική θεσούλα θεσούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεσούλα < θέση + κατάληξη υποκοριστικού -ούλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεσούλα θηλυκό

  1. (χαϊδευτικό ή ειρωνικό) θέση
    θα έκανε τα πάντα για να κρατήσει τη θεσούλα του στον Οργανισμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]