θεσπισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεσπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θεσπίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]θεσπισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη θεσπίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεσπισμένος
|
|