θεσσαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεσσαλικός < αρχαία ελληνική Θεσσαλία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
θεσσαλικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεσσαλικός
|