θεωρούμενο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]θεωρούμενο
- αιτιατική ενικού του θεωρούμενος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θεωρούμενος
θεωρούμενο