θεωρός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θεωρός | οι | θεωροί |
γενική | του | θεωρού | των | θεωρών |
αιτιατική | τον | θεωρό | τους | θεωρούς |
κλητική | θεωρέ | θεωροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεωρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεωρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεωρός αρσενικό
- (λόγιο) θεατής, παρατηρητής
- (ιστορία) (αρχαία Ελλάδα) μέλος μιας θεωρίας (επίσημης αντιπροσωπείας)
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
θεωρ-
θεωρ-
- αθεώρητος
- αναθεωρώ & συγγενικά
- ανεπιθεώρητος
- δυσθεώρητος
- επιθεωρώ & συγγενικά
- επιθεωρησιογράφος
- θεωρείο
- θεώρημα
- θεώρηση
- θεωρητής
- θεωρητικολογία
- θεωρητικολογώ
- θεωρητικός
- θεωρήτρια
- θεωρία
- θεωρικά
- θεωρούμενος
- θεωρώ & συγγενικά
- κοσμοθεωρητικός
- κοσμοθεωρία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρατηρητής
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]θεωρός < *θεα+ϝορός (θέα + -ωρός < ὁράω) (σημασία: παρατηρητής). Κατ' άλλη άποψη, πρώτο συνθετικό: θεός (οπότε, σημασία: εκτελεστής θεϊκού θελήματος, όπως στους θεωρούς πρέσβεις)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεωρός
- επίσημος απεσταλμένος, πρέσβης σε μαντείο, πανελλήνια εορτή, βασιλιά
- θεατής (αυτός που παρατηρεί κάτι και δεν έχει ενεργό συμμετοχή σε αυτό)
- αυτός που ταξιδεύει με σκοπό να γνωρίσει άλλους τόπους και ανθρώπους
- τίτλος αξιωματούχου σε διάφορες ελληνικές πόλεις
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
θεωρ-
θεωρ-
- ἀθεώρηθεν
- ἀθεωρησία
- ἀθεωρητί
- ἀθεώρητος
- ἀρκεθέωρος
- ἀρχεθέωρος
- δυσθεώρητος
- εὐθεώρητος
- εὐσυνθεώρητος
- λογοθεώρητος
- θεωρεῖον
- θεωρέω, σύνθετα & συγγενικά
- θεώρημα & σύνθετα
- θεωρηματικός
- θωρημάτιον
- θεώρησις & σύνθετα
- θεωρητέον
- θεωρητήριον
- θεωρητής
- θεωρητικός
- θεωρητός
- θεώρητρα
- θεωρία
- θεωρικός
- θεώριος
- θεωρίς
- θεωροδοκέω & συγγενικά
- θεωροσύνη
- συνθεώρητος
- συνθέωρος
- φιλοθεωρητής
- φιλοθέωρος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
θεωρός στη Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- θεωρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεωρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωρός (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)