θεόθεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεόθεν < αρχαία ελληνική θεόθεν

Επίρρημα[επεξεργασία]

θεόθεν

  1. από θεού, εκ θεού

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεόθεν < θεός + ὅθεν

Επίρρημα[επεξεργασία]

θεόθεν

  1. από θεό, ή θεά, ή θεούς, εκ θεού ή θεάς ή θεών
  2. με την βοήθεια θεού, ή θεών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]