θεόμαντις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεόμαντις < θεός + μάντις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεόμαντις αρσενικό

  1. ο μάντις των θείων,
  2. αυτός που έχει πνεύμα προφητικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • όρος θεομαντεία είναι μεταγενέστερος της ελληνιστικής περιόδου