θεόρατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεόρατος η θεόρατη το θεόρατο
      γενική του θεόρατου της θεόρατης του θεόρατου
    αιτιατική τον θεόρατο τη θεόρατη το θεόρατο
     κλητική θεόρατε θεόρατη θεόρατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεόρατοι οι θεόρατες τα θεόρατα
      γενική των θεόρατων των θεόρατων των θεόρατων
    αιτιατική τους θεόρατους τις θεόρατες τα θεόρατα
     κλητική θεόρατοι θεόρατες θεόρατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεόρατος < αρχαία ελληνική ἀθεώρητος < ἀ- + θεωρητός < θεάομαι / θεῶμαι (υπάρχει και η άποψη: < θεο- + ορατός < αρχαία ελληνική ὁρατός < ὁράω / ὁρῶ)

Επίθετο[επεξεργασία]

θεόρατος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]