θεόσδοτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεόσδοτος < θεός + δίδωμι

Επίθετο[επεξεργασία]

θεόσδοτος, -ος, -ον

  1. αυτός που έχει δοθεί από θεό ή θεούς

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  1. θεόδοτος