Μετάβαση στο περιεχόμενο

θεότης

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: θεόπτης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θεότης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θεότης. Συγχρονικά αναλύεται σε θε(ός) + -ότης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θεότης θηλυκό

  1. (θρησκεία) ο Θεός
  2. η θεία φύση

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη θεός



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεότης αἱ θεότητες
      γενική τῆς θεότητος τῶν θεοτήτων
      δοτική τῇ θεότητ ταῖς θεότησ(ν)
    αιτιατική τὴν θεότητ τὰς θεότητᾰς
     κλητική ! θεότης θεότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεότητε
γεν-δοτ τοῖν  θεοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θεότης < αρχαία ελληνική θεός, θέμα θε- + -ότης.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: θεότης νέα ελληνικά: θεότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θεότης θηλυκό