θεώρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεώρηση οι θεωρήσεις
      γενική της θεώρησης* των θεωρήσεων
    αιτιατική τη θεώρηση τις θεωρήσεις
     κλητική θεώρηση θεωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεώρηση < αρχαία ελληνική θεώρησις (θεωρία, άποψη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεώρηση θηλυκό

  1. επίσημη σφραγίδα ή υπογραφή που τίθεται σε έγγραφο για επικύρωση ή έλεγχο
  2. εξέταση και έγκριση ενός κειμένου ή εγγράφου
  3. δοξασία ή γνώμη συχνά εκφρασμένη μακροσκελώς ως θεωρία πεποίθησης
    1. μία πιθανή εκδοχή σε ζήτημα ή φαινόμενο, σκοπιά
    2. κοσμοθεωρία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]