θηκόγραμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηκόγραμμα τα θηκογράμματα
      γενική του θηκογράμματος των θηκογραμμάτων
    αιτιατική το θηκόγραμμα τα θηκογράμματα
     κλητική θηκόγραμμα θηκογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηκόγραμμα < θήκη + -ο- + γράμμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική boxplot)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θηκόγραμμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]