θηλαστικός
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θηλαστικ
ός
η
θηλαστικ
ή
το
θηλαστικ
ό
γενική
του
θηλαστικ
ού
της
θηλαστικ
ής
του
θηλαστικ
ού
αιτιατική
τον
θηλαστικ
ό
τη
θηλαστικ
ή
το
θηλαστικ
ό
κλητική
θηλαστικ
έ
θηλαστικ
ή
θηλαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θηλαστικ
οί
οι
θηλαστικ
ές
τα
θηλαστικ
ά
γενική
των
θηλαστικ
ών
των
θηλαστικ
ών
των
θηλαστικ
ών
αιτιατική
τους
θηλαστικ
ούς
τις
θηλαστικ
ές
τα
θηλαστικ
ά
κλητική
θηλαστικ
οί
θηλαστικ
ές
θηλαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
θηλαστικός
<
θηλάζω
+
-τικός
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
θηλαστικός
που έχει
σχέση
με τα
θηλαστικά
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τη λέξη
θηλάζω
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
θηλαστικός
αγγλικά
:
mammalian
(en)
γαλλικά
:
mammifère
(fr)
φινλανδικά
:
nisäkäs-
(fi)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
English
Français
Malagasy