θηλυγονικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θηλυγονικός η θηλυγονική το θηλυγονικό
      γενική του θηλυγονικού της θηλυγονικής του θηλυγονικού
    αιτιατική τον θηλυγονικό τη θηλυγονική το θηλυγονικό
     κλητική θηλυγονικέ θηλυγονική θηλυγονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θηλυγονικοί οι θηλυγονικές τα θηλυγονικά
      γενική των θηλυγονικών των θηλυγονικών των θηλυγονικών
    αιτιατική τους θηλυγονικούς τις θηλυγονικές τα θηλυγονικά
     κλητική θηλυγονικοί θηλυγονικές θηλυγονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηλυγονικός < θηλυγονία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

θηλυγονικός

  • (λόγιο) που έχει σχέση με τη θηλυγονία ή αναφέρεται σ’ αυτή
    ※  Έτσι, είτε με αρρενογονική είτε με θηλυγονική συγγένεια, οι ξακουστές οικογένειες είχαν πάντα να παρουσιάσουν κάποιες δεσμευτικές σχέσεις (Κωστής Παπαγιώργης, Τα καπάκια : Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, εκδ. Καστανιώτη, 2003, σελ. 152)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]