Μετάβαση στο περιεχόμενο

θηρίο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηρίο τα θηρία
      γενική του θηρίου των θηρίων
    αιτιατική το θηρίο τα θηρία
     κλητική θηρίο θηρία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θηρίο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θηρί(ον) + ο-.[1] Συγκρίνετε με το θεριό.  δείτε και τη λέξη θήρα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θiˈɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θηρίο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θηρίο ουδέτερο

  1. άγριο ζώο, μεγαλόσωμο
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός:
    1. δυνατός, ανθεκτικός σα θηρίο
    2. μεγαλόσωμος
    3. άγριος, αιμοβόρος, σκληρός
      παράδειγμα  θηρίο ανήμερο
    4. πολύ ικανός
  3. (με κεφαλαίο παρωχημένο) το Θηρίο, παλιά γραμμή τρένου που ... (Χρειάζεται επεξεργασία)
     δείτε και τη λέξη γκαζοζέν

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
θηριο- 

θέμα με θηρι- ή και θερι-

θέμα με θερι-  δείτε τη λέξη θεριό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • θηρίο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θηρίο ουδέτερο