θηραϊκή γη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
θηραϊκή γη θηλυκό
- είδος χώματος, φυσική ποζολάνη ηφαιστειογενούς προέλευσης, που χρησιμοποιείται κυρίως ως μονωτικό υλικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θηραϊκή γη
|