θηριοτροφεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θηριοτροφεῖον τὰ θηριοτροφεῖ
      γενική τοῦ θηριοτροφείου τῶν θηριοτροφείων
      δοτική τῷ θηριοτροφεί τοῖς θηριοτροφείοις
    αιτιατική τὸ θηριοτροφεῖον τὰ θηριοτροφεῖ
     κλητική ! θηριοτροφεῖον θηριοτροφεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θηριοτροφείω
γεν-δοτ τοῖν  θηριοτροφείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηριοτροφεῖον < θηριοτρόφ(ος) + -εῖον. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική θηρί(ον) + -ο- + τροφεῖον < τρέφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θηριοτροφεῖον, -ου ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]