θησαυροφύλακας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θησαυροφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θησαυροφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε θησαυρ(ός) + -ο- + -φύλακας
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θησαυροφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) άνθρωπος που προσέχει θησαυρό / θησαυροφυλάκειο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θησαυροφύλακας
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ θησαυροφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φύλακας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)