θησαύριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θησαύριση | οι | θησαυρίσεις |
γενική | της | θησαύρισης* | των | θησαυρίσεων |
αιτιατική | τη | θησαύριση | τις | θησαυρίσεις |
κλητική | θησαύριση | θησαυρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θησαυρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θησαύριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θησαυρίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θησαύριση
|