Μετάβαση στο περιεχόμενο

θιασώτης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θιασώτης οι θιασώτες
      γενική του θιασώτη των θιασωτών
    αιτιατική τον θιασώτη τους θιασώτες
     κλητική θιασώτη θιασώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θιασώτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θιασώτης. Συγχρονικά αναλύεται σε θίασ(ος) + -ώτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θιασώτης αρσενικό (θηλυκό θιασώτρια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]