θιγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θίγω
Μετοχή[επεξεργασία]
θιγμένος, -η, -ο
- που έχει θιχτεί, προσβεβλημένος
- θιγμένος εγωισμός, θιγμένη αξιοπρέπεια, θιγμένο ύφος
- έχουμε παρεξηγηθεί και νιώθουμε θιγμένοι
- που έχει ζημιωθεί, ζημιωμένος
- θιγμένα συμφέροντα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θίγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θιγμένος