θλίβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θλίβω < αρχαία ελληνική θλίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰlig- (χτυπώ)
Ρήμα
[επεξεργασία]θλίβω (παθητική φωνή: θλίβομαι)
- προκαλώ θλίψη, λύπη, στεναχώρια
- με θλίβει η συμπεριφορά σου απέναντί μου
- (σπάνιο) (λόγιο) ασκώ δύναμη σε ένα αντικείμενο, το πιέζω ώστε να μειωθεί ο όγκος του
- έθλιψε δυνατά το μπόγο με τα ρούχα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θλίβω | έθλιβα | θα θλίβω | να θλίβω | θλίβοντας | |
β' ενικ. | θλίβεις | έθλιβες | θα θλίβεις | να θλίβεις | θλίβε | |
γ' ενικ. | θλίβει | έθλιβε | θα θλίβει | να θλίβει | ||
α' πληθ. | θλίβουμε | θλίβαμε | θα θλίβουμε | να θλίβουμε | ||
β' πληθ. | θλίβετε | θλίβατε | θα θλίβετε | να θλίβετε | θλίβετε | |
γ' πληθ. | θλίβουν(ε) | έθλιβαν θλίβαν(ε) |
θα θλίβουν(ε) | να θλίβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έθλιψα | θα θλίψω | να θλίψω | θλίψει | ||
β' ενικ. | έθλιψες | θα θλίψεις | να θλίψεις | θλίψε | ||
γ' ενικ. | έθλιψε | θα θλίψει | να θλίψει | |||
α' πληθ. | θλίψαμε | θα θλίψουμε | να θλίψουμε | |||
β' πληθ. | θλίψατε | θα θλίψετε | να θλίψετε | θλίψτε | ||
γ' πληθ. | έθλιψαν θλίψαν(ε) |
θα θλίψουν(ε) | να θλίψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θλίψει | είχα θλίψει | θα έχω θλίψει | να έχω θλίψει | ||
β' ενικ. | έχεις θλίψει | είχες θλίψει | θα έχεις θλίψει | να έχεις θλίψει | ||
γ' ενικ. | έχει θλίψει | είχε θλίψει | θα έχει θλίψει | να έχει θλίψει | ||
α' πληθ. | έχουμε θλίψει | είχαμε θλίψει | θα έχουμε θλίψει | να έχουμε θλίψει | ||
β' πληθ. | έχετε θλίψει | είχατε θλίψει | θα έχετε θλίψει | να έχετε θλίψει | ||
γ' πληθ. | έχουν θλίψει | είχαν θλίψει | θα έχουν θλίψει | να έχουν θλίψει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θλίβω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]θλίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰlig- (χτυπώ)
Ρήμα
[επεξεργασία]θλίβω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)