θλίβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θλίβω < αρχαία ελληνική θλίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰlig- (χτυπώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

θλίβω (παθητική φωνή: θλίβομαι)

  1. προκαλώ θλίψη, λύπη, στεναχώρια
    με θλίβει η συμπεριφορά σου απέναντί μου
  2. (σπάνιο) (λόγιο) ασκώ δύναμη σε ένα αντικείμενο, το πιέζω ώστε να μειωθεί ο όγκος του
    έθλιψε δυνατά το μπόγο με τα ρούχα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θλίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰlig- (χτυπώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

θλίβω

  1. πιέζω
  2. θλίβω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]