θλίψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θλίψη οι θλίψεις
      γενική της θλίψης* των θλίψεων
    αιτιατική τη θλίψη τις θλίψεις
     κλητική θλίψη θλίψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θλίψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θλίψη < μεσαιωνική ελληνική θλίψη < αρχαία ελληνική θλῖψις < θλίβω / φλίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhlig- (χτυπώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθli.psi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θλίψη θηλυκό

  1. η λύπη, ο ψυχικός πόνος
    νιώθω θλίψη που μου μιλάς έτσι
  2. η ψυχική πίεση
    δεν μπορώ να αντιδράσω από τη θλίψη
  3. (μηχανική) (λόγιο) πίεση, σύνθλιψη
    ※  Η περίσφιγξη ενεργοποιείται, επειδή η βλάβη στο σκυρόδεμα υπό τη δράση είτε άμεσης αξονικής είτε διαγώνιας θλίψης (για συνδυασμό αξονικού φορτίου και τέμνουσας) εκφράζεται με διόγκωση του εγκιβωτισμένου σκυροδέματος.
    Ταστάνη, Σ, Δερβίσης, Α., Πανταζοπούλου, Σ. Οπλισμένο Σκυρόδεμα υπό Θλίψη με ΙΟΠ Μανδύες: Αναλυτική Προσέγγιση Κονιορτοποίησης του Σκυροδέματος και Λυγισμού του Διαμήκους Οπλισμού, Τεχνικά Χρονικά, ΤΕΕ, 2010-2011
  4. (σπάνιο) (λόγιο) στείψιμο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]