θλιβερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θλιβερός < μεσαιωνική ελληνική θλιβερός < αρχαία ελληνική θλίβ(ω) + -ερός
Επίθετο[επεξεργασία]
θλιβερός
- αυτός που προκαλεί θλίψη, στεναχώρια, δυσαρέσκεια
- είναι θλιβερή η διαπίστωση της απώλειας
- αυτός που χαρακτηρίζεται από δυστυχία κι εγκατάλειψη, προκαλώντας τον οίκτο
- η θλιβερή ζωή των απόρων
[επεξεργασία]
- θλιβερά
- θλιβερότητα
- → δείτε τη λέξη θλίβω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θλιβερός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
θλιβερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
θλιβερός
- συμπιεστικός, που θλίβει
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «καλός»
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)