θλων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θλῶν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θλων η θλώσα το θλων
      γενική του θλώντος της θλώσας
θλώσης*
του θλώντος
    αιτιατική τον θλώντα τη θλώσα το θλων
     κλητική θλων θλώσα θλων
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θλώντες οι θλώσες τα θλώντα
      γενική των θλώντων των θλωσών των θλώντων
    αιτιατική τους θλώντες τις θλώσες τα θλώντα
     κλητική θλώντες θλώσες θλώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «ενθουσιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θλων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θλῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος θλάω / θλῶ

Μετοχή[επεξεργασία]

θλων - θλώσα - θλων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]