Μετάβαση στο περιεχόμενο

θνητότης

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θνητότης αἱ θνητότητες
      γενική τῆς θνητότητος τῶν θνητοτήτων
      δοτική τῇ θνητότητ ταῖς θνητότησ(ν)
    αιτιατική τὴν θνητότητ τὰς θνητότητᾰς
     κλητική ! θνητότης θνητότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θνητότητε
γεν-δοτ τοῖν  θνητοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θνητότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θνητ(ός) + -ότης < θνῄσκω [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θνητότης θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «θνήσωκ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.