θολός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θολός < αρχαία ελληνική θολός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θολός
- (για υγρό) που δεν έχει διαύγεια λόγω στερεών προσμείξεων
- το νερό του ποταμού ήταν θολό από τη λάσπη
- που σχηματίζει ένα είδωλο που δεν διακρίνεται καθαρά, θαμπός
- η εικόνα στην τηλεόραση είναι θολή, η συσκευή χρειάζεται επισκευή
- που δεν έχει διαύγεια πνεύματος
- (μεταφορικά) όχι ξεκάθαρος, ασαφής
- θολή ιδεολογία
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θολός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θολός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θολός αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
θολός
- (για υγρό ή στερεό που φυσιολογικά είναι διαφανές) που δεν διαυγής, που είναι θολερός