θορυβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θορυβικός < θόρυβ(ος) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
θορυβικός, -ή, -ό
- τυχαίος, τυχαία διεσπαρμένος
- θορυβώδης, πολύβουος, πολυθόρυβος
- που αφορά ή σχετίζεται με θόρυβο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυχαίος
|
θορυβώδης
|